- λεβεντογυναίκα
- ηγυναίκα με ωραία ή αρρενωπή κορμοοτασιά, που συνήθως συνδυάζει και δυναμικότητα στον χαρακτήρα ή και ανώτερα πνευματικά και ψυχικά προτερήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεβεντογυναίκα — η γυναίκα λεβέντισσα: Οι λεβεντογυναίκες του Ζαλόγγου θυσιάστηκαν για την ελευθερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)